- σκήπτρο
- Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί μετατράπηκε σε βαρύτιμη ράβδο πολλές φορές διακοσμημένη με αμύθητης αξίας κοσμήματα. Τα σκήπτρα των αρχαίων ελλήνων βασιλιάδων έφεραν γλυπτές παραστάσεις και ήταν κατασκευασμένα με αξιοθαύμαστη λεπτότητα. Το σ. χρησιμοποιήθηκε και από τους ρωμαίους αυτοκράτορες που το κληροδότησαν στους Βυζαντινούς. Το βυζαντινό αυτό έμβλημα της αυτοκρατορικής εξουσίας κατάληγε σε σφαίρα με δικέφαλο αετό ή μικρό σταυρό.
Το σκήπτρο των βασιλέων της Μεγάλης Βρετανίας έχει το μεγαλύτερο διαμάντι του κόσμου.
* * *το / σκῆπτρον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκᾱπτρον Απολυτελής ράβδος ως έμβλημα αξιώματος ή εξουσίας, πολιτικής ή στρατιωτικής, ιδίως όμως βασιλικήςνεοελλ.συν. στον πληθ. τα σκήπτραυπεροχή, επικράτηση μεταξύ ομοίων («η χώρα αυτή κατέχει τα σκήπτρα τού πολιτισμού»)αρχ.1. βακτηρία, ραβδί, μπαστούνι2. βασιλική εξουσία, βασιλεία («ὃς... σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχει», Σοφ.)3. ράβδος τών κηρύκων, το κηρύκειον*4. είδος ράβδου την οποία παραλάμβαναν από τον κήρυκα εκείνοι που επρόκειτο να αγορεύσουν5. η μαντική ή η ιερατική ράβδος6. η ράβδος τών ραψωδών7. ράβδος την οποία χρησιμοποιούσαν ως όργανο τιμωρίας, σωφρονισμού («σκάπτῳ θένων σκληρὰς ἐλαίας ἔκτανεν... Λικύμνιον», Πίνδ.)8. ράβδος την οποία ανύψωναν για να επικαλεστούν τη μαρτυρία τών θεών σε περίπτωση ορκωμοσίας ή διαμαρτυρίας («ὁ δ' ὅρκος ἦν τοῡ σκήπτρου ἐπανάτασις», Αριστοτ.)9. φρ. α) «σκήπτρῳ προδεικνύς»(για άνθρωπο τυφλό) εξετάζοντας τον δρόμο με τη ράβδο του, με το μπαστούνι του (Σοφ.)β) «σκῆπτρα φωτός» — οι δύο κόρες τού Οιδίποδος, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, οι οποίες τόν οδηγούσαν όταν ήταν τυφλός (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκηπ- τού σκήπτω «ακουμπώ, στηρίζω» + επίθημα -τρον (πρβλ. βάκ-τρον). Η λ. με αρχική σημ. «βακτηρία, μπαστούνι για στήριξη» μόνο στην Ελληνική χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την πολυτελή ράβδο ως έμβλημα εξουσίας, ιδίως βασιλικής, και επίσης τη ράβδο τών κηρύκων και τη ράβδο την οποία έπαιρναν από τον κήρυκα εκείνοι που ήθελαν να αγορεύσουν].
Dictionary of Greek. 2013.